οδοντοϊατρός

οδοντοϊατρός

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "οδοντοϊατρός" в других словарях:

  • οδοντοϊατρός — ο βλ. οδοντίατρος …   Dictionary of Greek

  • οδοντίατρος — και οδοντογιατρός και οδοντοϊατρός, ο γιατρός ειδικευμένος στη θεραπεία και την υγιεινή τών δοντιών …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»